ωφελιμοκρατία
Смотреть что такое "ωφελιμοκρατία" в других словарях:
ωφελιμοκρατία — η, Ν ωφελιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + κρατία (< κρατώ) άλλη απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. όρου utilitarisme] … Dictionary of Greek
ωφελιμοκρατία — η βλ. ωφελιμισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωφελιμισμός ή ωφελιμοκρατία — Σύστημα ηθικής, που συνδέεται έμμεσα με τον ηδονισμό του Αριστίππου και τον αρχαίο ευδαιμονισμό και περιέχεται περιληπτικά στη θεωρία του Χομπς. Η ωφελιμιστική ηθική ή ω., είναι βασικά η ηθική των Άγγλων φιλοσόφων Μπένθαμ, Στ. Μιλ και X. Σπένσερ … Dictionary of Greek