ωφελιμοκρατία

ωφελιμοκρατία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ωφελιμοκρατία" в других словарях:

  • ωφελιμοκρατία — η, Ν ωφελιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + κρατία (< κρατώ) άλλη απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. όρου utilitarisme] …   Dictionary of Greek

  • ωφελιμοκρατία — η βλ. ωφελιμισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωφελιμισμός ή ωφελιμοκρατία — Σύστημα ηθικής, που συνδέεται έμμεσα με τον ηδονισμό του Αριστίππου και τον αρχαίο ευδαιμονισμό και περιέχεται περιληπτικά στη θεωρία του Χομπς. Η ωφελιμιστική ηθική ή ω., είναι βασικά η ηθική των Άγγλων φιλοσόφων Μπένθαμ, Στ. Μιλ και X. Σπένσερ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»